λεγοίμεθα

λεγοίμεθα
λέγω 1
lay
pres opt mp 1st pl
λέγω 2
pick up
pres opt mp 1st pl
λέγω 3
lay
pres opt mp 1st pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λεγοίμεθ' — λεγοίμεθα , λέγω 1 lay pres opt mp 1st pl λεγοίμεθα , λέγω 2 pick up pres opt mp 1st pl λεγοίμεθα , λέγω 3 lay pres opt mp 1st pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λόχος — ο (AM λόχος, Μ και λόγχος) νεοελλ. 1. στρατ. τμήμα πεζικού τού στρατού ξηράς, υποδιαίρεση τού τάγματος, το οποίο διοικείται από λοχαγό 2. πολλά άτομα μαζί 3. φρ. «ιερός λόχος» α) στρατιωτικό σώμα που καταρτίστηκε το 1821 στη Μολδαβία από τον Αλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”